- ἱερατεῦσαι
- ἱερᾱτεῦσαι , ἱερατεύωto be priestaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱερατεύσαι — ἱερᾱτεύσαῑ , ἱερατεύω to be priest aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)